ανοιγοκλείσιμο

ανοιγοκλείσιμο
τό
1) открывание и закрывание; 2) мигание, моргание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ανοιγοκλείσιμο" в других словарях:

  • ανοιγοκλείσιμο — το το διαδοχικό άνοιγμα και κλείσιμο …   Dictionary of Greek

  • Στέλβαγκ — Ν φρ. «σημείο Στέλβαγκ» ιατρ. αραιό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων που είναι ένα από τα κλασικά σημεία τής νόσου τού Μπάζεντοβ …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) …   Dictionary of Greek

  • ανοιγόκλεισμα — ( ατος), το 1. το ανοιγοκλείσιμο* 2. η απότομη μεταβολή του καιρού [«αυτά τα’ ανοιγοκλείσματα / φέρν’νε και ξεστανίσματα» παροιμ. αυτές οι αλλαγές του καιρού καταστρέφουν τελείως τα κοπάδια] …   Dictionary of Greek

  • σκαρδαμυγμός — ο, ΝΑ [σκαρδαμύσσω] έντονο και συχνό ανοιγοκλείσιμο τών βλεφάρων λόγω ερεθισμού τού ματιού ή υπό μορφή τικ στα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • φερμουάρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), ειδικός μηχανισμός με δοντάκια που εφαρμόζουν το ένα στο άλλο και ο οποίος είναι ραμμένος κατά μήκος σε δύο κομμάτια ρούχου, βαλίτσας, τσάντας κτλ. για το ανοιγοκλείσιμό τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»